κρησφύγιον

κρησφύγιον
κρησ-φύγιον [ῠ], τό, = foreg., Steph.in Rh.253.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρησφύγιον — κρησφύγιον, τὸ (Μ) κρησφύγετο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη όπως και το κρησφύγετον, με διαφορετικό όμως επίθημα ( ιον αντί ετον)] …   Dictionary of Greek

  • κρησφυγίων — κρησφύγιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”